αἰσχροκερδῆ

αἰσχροκερδῆ
постыдно корыстным

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αἰσχροκερδῆ" в других словарях:

  • αἰσχροκερδῆ — αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήκτης — ὁ, Α [πλήσσω] 1. αυτός που τού αρέσει να διαπληκτίζεται, ο καβγατζής («μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδή», ΚΔ) 2. (για τον δυνατό ήλιο) εκείνος που χτυπάει στο κεφάλι, που ενοχλεί με τις ακτίνες του («τὸν ἥλιον ὀξὐν ὄντα καὶ πλήκτην», Πλούτ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»